- τετραδισταί
- οἱ, Α1. νεαροί που συγκεντρώνονταν την τέταρτη μέρα κάθε μήνα για να εορτάσουν και να ευφρανθούν μαζί με συμπόσια και θυσίες («ὅς τοῑσι τετραδισταῑς παρέθηκεν ἑστιῶν πρῴην λέκιθον καὶ μεμβράδας καὶ στέμφυλα», Άλεξ.)2. μυθ. άνθρωποι προορισμένοι από τη μοίρα τους να περάσουν τη ζωή τους με βάσανα, όπως ο Ηρακλής, που γεννήθηκε την τέταρτη ημέρα τού μήνα και επιτέλεσε μεγάλους άθλους για την ανθρωπότητα.[ΕΤΥΜΟΛ. < τετράς -άδος + κατάλ. -ιστής*].
Dictionary of Greek. 2013.